κατασυντρίβω

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

Greek Monolingual

κατασυντρίβω)
1. συντρίβω κάτι εντελώς, μεταβάλλω σε συντρίμμια, κάνω θρύψαλα
2. μτφ. α) κατανικώ, εξοντώνω, εξολοθρεύω
β) χτυπώ κάποιον κατάκαρδα, σπαράζω την καρδιά κάποιου, προξενώ μεγάλη ψυχική οδύνη.