κατερυκτικός
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
κατερυκτική, κατερυκτικόν, restraining, inhibiting, PMag. Lond.121.450.
Greek Monolingual
κατερυκτικός, -ή, -όν (Α) κατερύκω
πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός.