κατερυκτικός

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερῡκτικός Medium diacritics: κατερυκτικός Low diacritics: κατερυκτικός Capitals: ΚΑΤΕΡΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kateryktikós Transliteration B: kateryktikos Transliteration C: kateryktikos Beta Code: kateruktiko/s

English (LSJ)

κατερυκτική, κατερυκτικόν, restraining, inhibiting, PMag. Lond.121.450.

Greek Monolingual

κατερυκτικός, -ή, -όν (Α) κατερύκω
πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός.