κατεσκληκώς

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

-υία, -ός (Α κατεσκληκώς, -υῖα, -ός)
(μτχ. παρακμ. του άχρ. ρήματος κατασκέλλομαι)
κάτισχνος, σκελετωμένος, σκελεθρωμένος.