κατευόδιο

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

και καταυόδιο, το (Μ κατευόδιο[ν] και καταυ[γ]όδιον) κατευοδώ
1. καλό ταξίδι
2. αίσια έκβαση, επιτυχία
νεοελλ.
(συν. ως ευχή) στο καλό, καλό δρόμο, καλό ταξίδι («σού εύχομαι κατευόδιο»)
μσν.
(ως επίρρ.) με καλό ταξίδι.