κατευόδιο

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

και καταυόδιο, το (Μ κατευόδιο[ν] και καταυ[γ]όδιον) κατευοδώ
1. καλό ταξίδι
2. αίσια έκβαση, επιτυχία
νεοελλ.
(συν. ως ευχή) στο καλό, καλό δρόμο, καλό ταξίδι («σού εύχομαι κατευόδιο»)
μσν.
(ως επίρρ.) με καλό ταξίδι.