κατσί
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
το (Μ κατσίον και κατσί)
το γατάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κατσί(ο)ν < κατ-ί(ο)ν, υποκορ. του κάτ(τ)α < λατ. cattus «γάτος»].