κατωλίθι

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

το
η κάτω πέτρα του μύλου που αλέθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -λίθι (< λίθος), πρβλ. απανωλίθι, ξερολίθι].