ξερολίθι

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

το
η ξερολιθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + -λίθι (< λίθος), πρβλ. κουφολίθι].