κεδρί

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

το
1. μικρό κέδρο
2. το ξύλο του κέδρου
3. σανίδα ή ράβδος από ξύλο κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεδρ-ίον, υποκορ. του κέδρος.