κεδρόμηλο

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

το (Α κεδρόμηλον)
νεοελλ.
ονομασία του καρπού τών ειδών του γιουνίπερου
αρχ.
κίτριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + μῆλον.