Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Full diacritics: κελοί | Medium diacritics: κελοί | Low diacritics: κελοί | Capitals: ΚΕΛΟΙ |
Transliteration A: keloí | Transliteration B: keloi | Transliteration C: keloi | Beta Code: keloi/ |
οἱ, = τὰ ξύλα, Hsch. s.v. κελέοντας.
κελοί, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) τα ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. κελέοντες και κελεός.