κελοί

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελοί Medium diacritics: κελοί Low diacritics: κελοί Capitals: ΚΕΛΟΙ
Transliteration A: keloí Transliteration B: keloi Transliteration C: keloi Beta Code: keloi/

English (LSJ)

οἱ, = τὰ ξύλα, Hsch. s.v. κελέοντας.

Greek Monolingual

κελοί, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) τα ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. κελέοντες και κελεός.