κενεμεσία

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

κενεμεσία, ἡ (Α)
ναυτία, αναγούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ἐμεσία «τάση για εμετό» (< ἐμῶ «κάνω εμετό»)].