κενοτόπιο
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
το
(βιολ.-βοτ.) αδρανές έγκλειστο του ζωντανού κυτταροπλάσματος που περιβάλλεται από μεμβράνη και που περιέχει σε υδάτινο διάλυμα διάφορες ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -τόπιον (< τόπος). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vacuole].