Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραμιδαρειό

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

το
1. κεραμοποιείο
2. τόπος με πολλά κεραμίδια
3. φρ. «τά κάνε κεραμιδαρειό» — κατέστρεψε τελείως τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδ-ι + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφταρειό, τεμπελαρειό)].