Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραυνοσκοπείον

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

κεραυνοσκοπεῖον, τὸ (Α)
μηχάνημα με το οποίο παραγόταν τεχνητά η βροντή κεραυνού στη σκηνή του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -σκοπεῖον (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. αστεροσκοπείον, μετεωροσκοπείον].