ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight
κερχνῶ, -όω (Α) κέρχνος (II)](κατά τον Ησύχ.) «κερχνῶσαικαταστίξαι καὶ οἷον τραχῡναι».