κεφαλοχώρι

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188

Greek Monolingual

το
1. το κυριότερο ή το μεγαλύτερο από τα χωριά μιας περιοχής
2. το χωριό με αυτοκαλλιεργούμενες γεωργικές ιδιοκτησίες, κατ' αντιδιαστολή προς τα τσιφλίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -χώρι (< χωρίον < χωρίον), πρβλ. αρχοντοχώρι, γυφτοχώρι].