κηπαίος

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

-αία, -ο (ΑΜ κηπαῖος, -αία, -ον) κήπος
αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῖοι σίκυες», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ.κηπαία (ενν. θύρα)
η πόρτα του κήπου
αρχ.
1. όμοιος με κήπο («κηπαῖοι παράδεισοι», Κλέαρχ.)
2. το θηλ. ως ουσ.κηπαία είδος φυτού
3. παροιμ. «ταῖς κηπαίαις θύραις» — κρυφά, λαθραία.