κητοειδής

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μοιάζει με κήτος, κητώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -ειδής (< είδος)].