κητοειδής

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μοιάζει με κήτος, κητώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -ειδής (< είδος)].