Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
το
1. σύνολο οκνηρών και παράσιτων ανθρώπων
2. ο τόπος στον οποίο ζουν οκνηρά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηφήνας + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφταρειό, τεμπελαρειό)].