κιμβάζω

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

German (Pape)

[Seite 1438] niederkauern, u. dah. zaudern, säumen, nach Phot. 166, 13 = στραγγεύεσθαι. Vgl. ὀκιμβάζω, σκιμβάζω.

Greek (Liddell-Scott)

κιμβάζω: ὀκλάζω· εἶμαι νωθρός, δειλός, συστέλλομαι, «ζαρώνω», Ἡσύχ.· ὡσαύτως ὀκιμβάζω, σκιμβάζω.