κιμβάζω

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

German (Pape)

[Seite 1438] niederkauern, u. dah. zaudern, säumen, nach Phot. 166, 13 = στραγγεύεσθαι. Vgl. ὀκιμβάζω, σκιμβάζω.

Greek (Liddell-Scott)

κιμβάζω: ὀκλάζω· εἶμαι νωθρός, δειλός, συστέλλομαι, «ζαρώνω», Ἡσύχ.· ὡσαύτως ὀκιμβάζω, σκιμβάζω.