κλίβανον

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

κλίβανον και κρίβανον, τὸ (Α)
1. κλίβανος
2. θώρακας φολιδωτός, διακοσμημένος με μεταλλικά πλακίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κλίβανος / κρίβανος (), με αλλαγή γένους].