πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
κλεμμός, ὁ (Μ) κλέπτωκλέψιμο (α. «κλεμμὸ ἐκλέφτηκα» β. «ἄν κλεμμὸ νά κλεφτεῖ»).