κλεμμός

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source

Greek Monolingual

κλεμμός, ὁ (Μ) κλέπτω
κλέψιμο (α. «κλεμμὸ ἐκλέφτηκα» β. «ἄν κλεμμὸ νά κλεφτεῖ»).