κλεφτός
Greek Monolingual
και κλεπτός -ή, -ό
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος
2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά
3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή
γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»).
επίρρ...
κλεφτά (Μ κλεφτῶς)
1. με τον τρόπο του κλέφτη, κρυφά, κλεφτάτα
2. πρόχειρα, βιαστικά («έφαγα στα κλεφτά γιατί είχα πολλή δουλειά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλεπτός < κλέπτω. Ο τ. κλεφτός < κλεπτός με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτύω: φτύνω)].