Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
κλεψιγαμῶ, -έω (Α) κλεψίγαμος
συνευρίσκομαι κρυφά με ξένη γυναίκα, ή με ξένο άνδρα, παραβαίνω την υπόσχεση του γάμου, μοιχεύω
αρχ.
διαφθείρω, διακορεύω.