κλοτσιά

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

η (Μ κλοτσιά και κλοτσέα)
1. χτύπημα με το πόδι, λάκτισμα (α. «του έδωσε μια κλοτσιά στην κοιλιά και τον έριξε κάτω» β. «ο ποδοσφαιριστής με μια δυνατή κλοτσιά κατόρθωσε να βάλει το τρίτο γκολ»)
2. φρ. «τον έδιωξε με τις κλοτσιές» — τον έδιωξε με πολύ άγριο και άσχημο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλοτσῶ ή < κλότσος + κατάλ. -έα, που με καταβιβασμό του τόνου και συνίζηση έδωσε -ιά].