κλόπιμος
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
ον (η, ον Ps.-Phoc.135), thievish, χεῖρες Id.154, APl.4.193 (Phil.); gotten by fraud, παραθήκη Ps.-Phoc.135. Adv. κλοπίμως Man.5.298.
German (Pape)
[Seite 1456] diebisch, ἀλλοτρίων ἀπέχειν κλοπί. μους χέρας Philp. 55 (Plan. 193); – entwendet, gestohlen, Phocyl. 127. – Adv., Han. 5, 297.
Greek (Liddell-Scott)
κλόπιμος: -ον, = κλόπιος, Ψευδο-Φωκυλ. 135. 154. ― Ἐπίρρ. -μως, Μανέθων 5. 299.
Greek Monolingual
κλόπιμος, -ον, θηλ. και -ίμη) (Α) κλοπή
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη
2. κλοπιμαίος, κλεμμένος.
επίρρ...
κλοπίμως (Α)
με τρόπο που ταιριάζει σε κλέφτη.