παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
κνέφος: τὸ, = τῷ ἀνωτ., «κνέφος· σκότωσις» Ἡσύχ., Εὐστάθ. 1354, 1.
κνέφος, τὸ (Α)κνέφας.