κνηκίτης

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκίτης Medium diacritics: κνηκίτης Low diacritics: κνηκίτης Capitals: ΚΝΗΚΙΤΗΣ
Transliteration A: knēkítēs Transliteration B: knēkitēs Transliteration C: knikitis Beta Code: knhki/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος, a kind of gem, Hermes Trism. in Rev.Phil.32.272.

Greek Monolingual

κνηκίτης, ὁ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος. Ο λίθος πήρε την ονομ. αυτή προφανώς από το χρώμα του].