κοάζω

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

κοάξ
1. (για βάτραχο) φωνάζω κοάξ-κοάξ
2. (για άνθρωπο) μιλώ σαν τον βάτραχο ή μιμούμαι τη φωνή τών βατράχων.