κοάζω

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

κοάξ
1. (για βάτραχο) φωνάζω κοάξ-κοάξ
2. (για άνθρωπο) μιλώ σαν τον βάτραχο ή μιμούμαι τη φωνή τών βατράχων.