κοιλήπατα
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
τά, giblets of poultry, Gloss.
Greek Monolingual
κοιλήπατα, τὰ (Α)
εντόσθια όρνιθας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ία + ἤπατα «εντόσθια», πληθ. του ἦπαρ].