κοιλαντικός

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source

German (Pape)

[Seite 1466] zum Aushöhlen geschickt, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλαντικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ κοιλαίνειν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μ. Ἐτυμ.

Greek Monolingual

-ή, -ό κοιλαίνω
ο κατάλληλος στο να κοιλαίνει.