κοιλοπόνημα

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

και κοιλοπόνεμα, το κοιλοπονώ
οι πόνοι της κοιλιάς κατά τη γέννα, οι ωδίνες του τοκετού.