κοιμηθιά

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

η
φωλιά αγριμιού και ιδίως του λαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοιμηθ- του κοιμάμαι (πρβλ. αόρ. κοιμήθ-ηκα), + κατάλ. -ιά (πρβλ. βαρυγγωμιά, λιποθυμιά)].