κοιναισθητικός
From LSJ
Greek Monolingual
και κοιναισθησιακός, -ή, -ό κοιναισθησία
αυτός που αναφέρεται στην κοιναισθησία ή που προέρχεται από την κοιναισθησία («κοιναισθητικές παραισθήσεις»).
και κοιναισθησιακός, -ή, -ό κοιναισθησία
αυτός που αναφέρεται στην κοιναισθησία ή που προέρχεται από την κοιναισθησία («κοιναισθητικές παραισθήσεις»).