κοκκινίλα

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

η κόκκινος
1. κοκκινάδα
2. συν. στον πληθ. οι κοκκινίλες
οι κοκκινωπές κατά τόπους αποχρώσεις του δέρματος, που προέρχονται από διάφορες ασθένειες ή δερματικές παθήσεις.