κοκκονάριον

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek (Liddell-Scott)

κοκκονάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόκκος, στρόβιλος πίτυος, κοιν. «κουκουνάρι» Ἱεροφ. ἐν Notic. Mss τ. 11. σ. 193.

Greek Monolingual

κοκκονάριον, τὸ (Α)
το κουκουνάρι του πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + υποκορ. κατάλ. -άριον (το -ν- για ευφωνικούς λόγους)].