κοκκονάριον
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
Greek (Liddell-Scott)
κοκκονάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόκκος, στρόβιλος πίτυος, κοιν. «κουκουνάρι» Ἱεροφ. ἐν Notic. Mss τ. 11. σ. 193.
Greek Monolingual
κοκκονάριον, τὸ (Α)
το κουκουνάρι του πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + υποκορ. κατάλ. -άριον (το -ν- για ευφωνικούς λόγους)].