κολεάζω

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

German (Pape)

[Seite 1472] in die Scheide stecken, stoßen, Hesych., der auch das subst. κολεασμός anführt.

Greek (Liddell-Scott)

κολεάζω: βάλλω εἰς τὴν θήκην, κολεασμός, ὁ, τὸ ἐμβάλλειν εἰς τὴν θήκην, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κολεάζω (Α) κολεός
(κατά τον Ησύχ.) βάζω στον κολεό, βάζω στο θηκάρι.