κολεόρριζα

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source

Greek Monolingual

η
βοτ. είδος περιβλήματος στα αγρωστώδη το οποίο καλύπτει και προστατεύει το ριζίδιο, δηλ. την πρώτη ρίζα που αναπτύσσεται από το σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coleorhiza < coleo- (< κολεόν) + -rhiza (< ρίζα)].