κολοβόχειρ
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek (Liddell-Scott)
κολοβόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἠκρωτηριασμένος τὴν χεῖρα, Ἑβδ. (Λευ. ΚΑ΄, 17).
Greek Monolingual
κολοβόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (AM)
αυτός που έχει κολοβό χέρι ή χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + χείρ (πρβλ. αριστερόχειρ, καρτερόχειρ)].