κομμιοτυπικός
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που έχει ληφθεί με τη μέθοδο της κομμιοτυπίας
2. φρ. «κομμιοτυπικό χαρτί» — χαρτί κολλαρισμένο με αραβική γόμμα ή ιχθυόκολλα που περιέχει λίγο διχρωμικό κάλι και κατάλληλη ποσότητα χρώματος υδατογραφίας.