κομποθήλυκα
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
τά, v.l. for πόρπακας (the ends of a seton) in Hippiatr. 2; cf. κομποθηλαία and κόμβος, κομβίον, κομβοθηλεία.