κονιάκ
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
το
οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται με απόσταξη εκλεκτών κρασιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως < γαλλ. cognac < ονομ. της πόλης Cognac, όπου το ποτό αυτό παρασκευάστηκε για πρώτη φορά].