μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
-α, -ικο1. κάπως κοντός, κοντούτσικος2. το θηλ. ως ουσ. η κοντούλαεκλεκτή ποικιλία αχλαδιάς και του καρπού της, αλλ. κοντοποδαρούσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ούλης].