κοντόβραδο

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

το
σούρουπο, σύθαμπο, η ώρα που πλησιάζει να βραδιάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -βραδο (< βράδυ), πρβλ. απόβραδο, σαββατόβραδο].