κοπροποιώ

From LSJ

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454

Greek Monolingual

κοπροποιῶ, -έω (Α) κοπροποιός
παράγω κοπριά, λίπασμα.