κοπρόμοχθος

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

κοπρόμοχθος, -ον (Μ)
(για σκαθάρια) αυτός που μοχθεί, που εργάζεται στην κοπριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -μοχθος (< μόχθος), πρβλ. επίμοχθος, πλησίμοχθος].